- ἐγκυλινδήσεις
- ἐγκυλίνδησιςrolling amongfem nom/voc pl (attic epic)ἐγκυλίνδησιςrolling amongfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκυλίνδησις — ἐγκυλίνδησις ( εως), η (Α) κύλισμα ανάμεσα («τὰς ἀνοσίους ἐγκυλινδήσεις ἐν γυναιξὶ πόρναις») … Dictionary of Greek